εμπορικός

εμπορικός
η , ό[ν] торговый; коммерческий;

εμπορικός πράκτορας

(или αντιπρόσωπος) торговый агент;

εμπορικός ακόλουθος — торгпред;

εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;

εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);

εμπορικό σκάφος — торговое судно;

εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;

εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;

εμπορικός οίκος — торговая, фирма;

εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;

εμπορικά κατάστιχα — торговые книги;

εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εμπορικός" в других словарях:

  • ἐμπορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… …   Dictionary of Greek

  • εμπορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή τον έμπορο (βλ. λ.) 2. το ουδ. ως ουσ., εμπορικό κατάστημα υφασμάτων, ειδών νεοτερισμού ή ψιλικών, εμπορικό κατάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπορικά — ἐμπορικός of neut nom/voc/acc pl ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc/acc dual ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικώτερον — ἐμπορικός of adverbial comp ἐμπορικός of masc acc comp sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικῶν — ἐμπορικός of fem gen pl ἐμπορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικόν — ἐμπορικός of masc acc sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικαῖς — ἐμπορικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικαί — ἐμπορικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικοῖς — ἐμπορικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορικοί — ἐμπορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»