ἐμπορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… … Dictionary of Greek
εμπορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή τον έμπορο (βλ. λ.) 2. το ουδ. ως ουσ., εμπορικό κατάστημα υφασμάτων, ειδών νεοτερισμού ή ψιλικών, εμπορικό κατάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπορικά — ἐμπορικός of neut nom/voc/acc pl ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc/acc dual ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικώτερον — ἐμπορικός of adverbial comp ἐμπορικός of masc acc comp sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικῶν — ἐμπορικός of fem gen pl ἐμπορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικόν — ἐμπορικός of masc acc sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικαῖς — ἐμπορικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικαί — ἐμπορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικοῖς — ἐμπορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικοί — ἐμπορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)